Ἑστιαῖος

Ἑστιαῖος
Ἑστιαῖος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Εστιαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Μιλήτου, γνωστός κυρίως ως Ιστιαίος (τέλη 6ου – α’ μισό 5ου αι. π.Χ.). 2. Ο ακαδημαϊκός (3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος, μαθητής του Πλάτωνα από την Πέρινθο. Ανέπτυξε τη θεωρία για τους νοητούς αριθμούς …   Dictionary of Greek

  • Ἑστιαῖον — temple of Vesta neut nom/voc/acc sg Ἑστιαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑστιαίου — Ἑστιαῖον temple of Vesta neut gen sg Ἑστιαῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑστιαίῳ — Ἑστιαῖον temple of Vesta neut dat sg Ἑστιαῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”